- κογχιστής
- κογχ-ιστής, οῦ, ὁ,A dyer, PGrenf.2.87.9 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κογχιστής — κογχιστής, ὁ (Α) [κογχίζω] ο βαφέας … Dictionary of Greek
κογχιστική — κογχιστική, ἡ (Α) [κογχιστής] η βαφική τέχνη … Dictionary of Greek
στυπποκογχιστής — και στιπποκογχιστής, ὁ, Α αυτός που έβαφε χοντρά καννάβινα υφάσματα με πορφύρα ή με κοχύλια από τα οποία παραγόταν η πορφύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + κογχιστής «βαφέας»] … Dictionary of Greek